ΚΡΙΣΕΙΣ ΠΑΝΙΚΟΥ


Κρίσεις πανικού και Διαταραχή πανικού

Τα άτομα με διαταραχή πανικού υποφέρουν από μη αναμενόμενα και επανειλημμένα επεισόδια έντονου, κατακλυσμιαίου τρόμου χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Αυτά τα επεισόδια καλούνται κρίσεις πανικού. Ο φόβος που βιώνει κανείς κατά τη διάρκεια μιας κρίσης πανικού μπορεί να συνοδεύεται από σωματικά συμπτώματα όπως:

  • πόνο στο θώρακα
  • αίσθημα καρδιακών παλμών
  • εφίδρωση
  • θερμά ή ψυχρά ρίγη
  • τρεμούλες
  • κρίσεις ζάλης
  • αίσθημα πνιγμού ή ασφυξίας
  • δυσχέρεια αναπνοής
  • Ορισμένα άτομα φοβούνται ότι κυριεύονται από το φόβο ή ότι τρελαίνονται.

Οι κρίσεις πανικού τυπικά εκδηλώνονται αυτόματα χωρίς εμφανή εκλυτικό παράγοντα. Μπορεί να εκδηλωθούν οποιαδήποτε ώρα, ακόμα και κατά τη διάρκεια του ύπνου. Λόγω του ότι τα άτομα που πάσχουν από κρίσεις πανικού δεν μπορούν να προβλέψουν πότε θα «χτυπήσει» η επόμενη κρίση, πολλοί ζουν με το μόνιμο φόβο ότι από λεπτό σε λεπτό θα εκδηλωθεί και άλλη κρίση.

Οι περισσότερες κρίσεις πανικού διαρκούν μόνο λίγα λεπτά, μερικές φορές μπορεί να διαρκέσουν μέχρι και 10 λεπτά και σε σπάνιες περιπτώσεις μέχρι και 1 ώρα.

Τα συμπτώματα των κρίσεων πανικού συχνά μιμούνται συμπτώματα σωματικών παθήσεων όπως η καρδιακή προσβολή ή άλλα απειλητικά για τη ζωή νοσήματα. Συχνά τα άτομα που πάσχουν από κρίση πανικού μπορεί να σπεύσουν στο εφημερεύον νοσοκομείο, πιστεύοντας ότι έπαθαν καρδιακή προσβολή, αναπνευστικό πρόβλημα, νευρολογική διαταραχή ή γαστρεντερικό πρόβλημα. Μπορεί επίσης να φοβούνται ότι χάνουν την αίσθηση της πραγματικότητας και ότι γίνονται ψυχωτικοί. Έτσι τα άτομα με κρίσεις πανικού συχνά επισκέπτονται μέχρι και 10 διαφορετικούς ιατρούς, υποβάλλονται σε πολλές μη απαραίτητες εξετάσεις και υποφέρουν για πολλά χρόνια πριν να γίνει η σωστή διάγνωση. Στις περισσότερες περιπτώσεις η διάγνωση της διαταραχής πανικού δεν τίθεται παρά μόνο αφότου εξειδικευμένες και ακριβές ιατρικές εξετάσεις και διαδικασίες αποτύχουν να παρέχουν σωστή διάγνωση ή ανακούφιση από τα συμπτώματα.

Πολλά άτομα με διαταραχή πανικού αναπτύσσουν έντονο άγχος μεταξύ των επεισοδίων. Τα άτομα με διαταραχή πανικού συχνά αναπτύσσουν φοβίες για μέρη ή καταστάσεις όπου παρουσίασαν κρίσεις πανικού, όπως σουπερμάρκετ ή σε άλλες καθημερινές δραστηριότητες. Όσο η συχνότητα των κρίσεων πανικού αυξάνει, το άτομο είναι πιθανόν να αποφεύγει μέρη και καταστάσεις που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν άλλη κρίση ή όπου δεν υπάρχει άμεσα διαθέσιμη βοήθεια. Η ανάγκη αποφυγής αυτών των σημείων μπορεί να είναι τόσο ακραία ώστε να μετατραπεί σε αγοραφοβία, δηλαδή αδυναμία του ατόμου να πηγαίνει σε μέρη εκτός από τα γνωστά και ασφαλή λόγω έντονου φόβου και άγχους. Όταν ένα άτομο έχει επανειλημμένες κρίσεις πανικού και αισθάνεται σοβαρό άγχος σχετικά με το ενδεχόμενο άλλης κρίσης, μπορεί να τεθεί η διάγνωση της διαταραχής πανικού. Η διαταραχή πανικού επιδεινώνεται με τον καιρό εάν δεν αντιμετωπιστεί επιτυχώς.

Περίπου 2% των ενηλίκων πάσχουν από διαταραχή πανικού καιοι γυναίκες έχουν διπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν διαταραχή πανικού από τους άνδρες
Η διαταραχή πανικού τυπικά εκδηλώνεται στην εφηβεία. Οι μισοί ασθενείς με διαταραχή πανικού εμφανίζουν τη διαταραχή πριν από την ηλικία των 24 ετών.
Η διαταραχή πανικού συχνά συνυπάρχει με άλλες διαταραχές, ειδικά με κατάθλιψη και κατάχρηση ουσιών. Περίπου 30% των ατόμων με διαταραχή πανικού κάνουν κατάχρηση αλκοόλ και 17% κατάχρηση ουσιών, όπως κοκαΐνη και μαριχουάνα. Η καταφυγή σε ουσίες είναι μια αποτυχημένη προσπάθεια που κάνουν για να μειώσουν τη δυσφορία που προκαλεί η κατάσταση τους. Η κατάλληλη διάγνωση και θεραπεία διαταραχών που συνυπάρχουν, όπως η κατάχρηση ουσιών ή η κατάθλιψη είναι κρίσιμη για την επιτυχή θεραπεία της διαταραχής πανικού.

Οι ακριβείς αιτίες της διαταραχής πανικού είναι άγνωστες, αλλά η κληρονομικότητα και τα στρεσογόνα γεγονότα ζωής ενδέχεται να παίζουν σημαντικό ρόλο.


Η σημασία της θεραπείας

Οι επανειλημμένες κρίσεις πανικού μπορεί να έχουν τρομακτική επίδραση στη ζωή του ατόμου. Χωρίς θεραπεία οι κρίσεις ή οι προσπάθειες αποφυγής τους μπορεί να ελέγχουν ολοκληρωτικά τη ζωή ενός ατόμου.

Χωρίς θεραπεία, τα άτομα με διαταραχή πανικού μπορεί να συνεχίσουν να έχουν κρίσεις πανικού για πολλά χρόνια. Αυτό μπορεί να επηρεάσει σοβαρά τις σχέσεις τους με την οικογένεια, τους φίλους, τους συνομήλικους και τους συναδέλφους
Η ζωή μπορεί να αποκτήσει πολλούς περιορισμούς. Για παράδειγμα, το άτομο μπορεί να αρχίσει να αποφεύγει καταστάσεις που φοβάται ότι θα προκαλέσουν κρίση πανικού. Αυτές μπορεί να είναι φυσιολογικές, καθημερινές δραστηριότητες, όπως τα ψώνια ή η οδήγηση. Σε ακραίες περιπτώσεις, τα άτομα με μη θεραπευόμενη διαταραχή πανικού φοβούνται να βγουν από το σπίτι.
Ορισμένα άτομα μπορεί να δυσκολευτούν να είναι παραγωγικά στην εργασία τους. Τα συμπτώματα της διαταραχής πανικού μπορεί να τους εμποδίσουν να πάνε στην εργασία τους ή να παραμείνουν εκεί μόλις φθάσουν. Μπορεί να απορρίψουν προαγωγές ή ανάθεση καθηκόντων στη δουλειά, επειδή θεωρούν ότι θα τους κάνουν πιο ευάλωτους σε κρίσεις πανικού. Μερικά άτομα με διαταραχή πανικού παραιτούνται και από την εργασία τους, ενώ ορισμένα που εξακολουθούν να εργάζονται βγαίνουν από το σπίτι πολύ σπάνια και μόνο για να πάνε στη δουλειά.
Πολλά άτομα με διαταραχή πανικού παθαίνουν σοβαρή κατάθλιψη. Συχνά προσπαθούν χωρίς επιτυχία να μειώσουν τα συμπτώματα της διαταραχής πανικού ή της κατάθλιψης με λήψη αλκοόλ ή άλλων ουσιών και καταλήγουν να επιδεινώσουν τα συμπτώματα τους. Σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί ακόμα να παρουσιάσουν τάσεις αυτοκτονίας.

Θεραπεία της διαταραχής πανικού

Η θεραπεία της διαταραχής πανικού μπορεί να περιλαμβάνει χορήγηση φαρμάκων με στόχο την αποκατάσταση των επιπέδων των χημικών ουσιών του εγκεφάλου. Εκτός από τη φαρμακοθεραπεία, η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει ψυχοθεραπευτική δουλειά με στόχο την απόκτηση αυτοπεποίθησης στον έλεγχο του άγχους.

Η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία (ΓΣΘ) χρησιμοποιείται για να διδάξει στα άτομα μια διαφορετική αντιμετώπιση των κρίσεων πανικού καθώς και τεχνικές μείωσης του άγχους. Τόσο η φαρμακοθεραπεία όσο και η ψυχοθεραπεία μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματικές . Σε πολλούς ασθενείς ο συνδυασμός φαρμακοθεραπείας και ψυχοθεραπείας είναι αποτελεσματικότερος από ότι η κάθε μια θεραπεία ξεχωριστά. Η κατάλληλη θεραπεία από έμπειρο επαγγελματία μπορεί να μειώσει ή να αναστείλει τις κρίσεις πανικού στο 70-90% των ατόμων με διαταραχή πανικού, συνήθως μέσα σε 6 με 8 εβδομάδες.

Οι περισσότεροι ασθενείς παρουσιάζουν σημαντική πρόοδο μετά από λίγες εβδομάδες θεραπείας. Ορισμένοι μπορεί να χρειαστούν θεραπεία για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους πριν να γίνει αντιληπτή η βελτίωση. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας μπορεί να συμβούν υποτροπές και σε πολλές περιπτώσεις αυτές είναι αποτέλεσμα διακοπής της θεραπείας. Παρόλα αυτά στις περισσότερες περιπτώσεις η θεραπεία είναι αποτελεσματική. Η πρώιμη θεραπεία μπορεί να προλάβει την εξέλιξη της διαταραχής πανικού. Παρά το γεγονός ότι υπάρχει θεραπεία, μόνο ένα στα τρία άτομα με διαταραχή πανικού κάνει την κατάλληλη θεραπεία.

Γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία (ΓΣΘ)

Η ΓΣΘ διδάσκει στα άτομα να αναμένουν και να προετοιμάζονται για τις καταστάσεις και τις σωματικές αισθήσεις που μπορεί να πυροδοτήσουν κρίσεις πανικού. Κατά τη διάρκεια της ΓΣΘ:

Ο θεραπευτής βοηθά το άτομο να αναγνωρίσει τους τύπους σκέψης που οδηγούν σε εσφαλμένη ερμηνεία σωματικών αισθήσεων και στην πεποίθηση ότι συμβαίνει το χειρότερο. Αυτοί οι τύποι σκέψης είναι βαθιά ενσωματωμένοι στο άτομο και η αναγνώριση και μετατροπή τους απαιτεί εξάσκηση
Ο θεραπευτής μπορεί να διδάξει στο άτομο χαλαρωτικές ασκήσεις και ασκήσεις αναπνοής. Αυτές μπορεί να προλάβουν τον υπεραερισμό ή την υπερβολικά ταχεία αναπνοή που συχνά συνοδεύει την κρίση πανικού.
Ο θεραπευτής μπορεί να βοηθήσει το άτομο να ξεπεράσει σταδιακά τις τρομακτικές σωματικές αισθήσεις και τα συναισθήματα άγχους. Αυτό επιτυγχάνεται με την ενθάρρυνση του ατόμου στο να τοποθετήσει τον εαυτό του σταδιακά και με ασφάλεια σε μέρη και καταστάσεις που απέφευγε.

Η ΓΣΘ είναι πιθανόν να έχει επιτυχή έκβαση όταν ο ασθενής έχει κίνητρο και ο ειδικός έχει τη σωστή εκπαίδευση. Η ΓΣΘ γενικά απαιτεί τουλάχιστον 8 με 12 εβδομάδες για να δώσει αποτελέσματα. Ορισμένα άτομα μπορεί να χρειαστούν περισσότερο χρόνο θεραπείας για την εκμάθηση και εφαρμογή δεξιοτήτων. Οι περισσότεροι ασθενείς με διαταραχή πανικού ελέγχουν ή αποτρέπουν επιτυχώς τις κρίσεις πανικού μετά την ολοκλήρωση της ΓΣΘ.

Φαρμακοθεραπεία

Ορισμένα φάρμακα που μεταβάλλουν τους τρόπους χημικής αλληλεπίδρασης στον εγκέφαλο μπορούν να μειώσουν ή να εμποδίσουν την εκδήλωση κρίσεων πανικού και να μειώσουν το άγχος. Οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRI’s) είναι θεραπεία εκλογής. Οι βενζοδιαζεπίνες χρησιμοποιούνται μόνο όταν είναι απαραίτητο και εάν είναι δυνατόν για μικρό χρονικό διάστημα. Φάρμακα που μπορεί να προστεθούν για την αύξηση της αποτελεσματικότητας σε ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στην αποκλειστική χορήγηση των SSRI’s είναι οι β-αδρενεργικοί αναστολείς, η βουσπιρόνη, οι βενζοδιαζεπίνες, τα τρικυκλικά ή τα αντιεπιληπτικά (όπως το βαλπροϊκό).

Κάθε φαρμακευτικός παράγοντας λειτουργεί διαφορετικά. Ορισμένοι δρουν γρήγορα και άλλοι σταδιακότερα. Όλα τα φάρμακα πρέπει να λαμβάνονται συστηματικά. Συνήθως η θεραπεία με φάρμακα διαρκεί τουλάχιστον 6 μήνες με ένα έτος, αλλά μετά περίπου οκτώ εβδομάδες, ο ασθενής μαζί με τον ιατρό θα πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμήσουν αν η θεραπεία μειώνει τις κρίσεις πανικού.

Σε πολλούς ασθενείς με διαταραχή πανικού ο συνδυασμός ΓΣΘ και φαρμάκων μπορεί να είναι η επιτυχέστερη προσέγγιση.

Θεραπευτική επιτυχία

Είναι σημαντικό ο ασθενής να είναι πλήρως πληροφορημένος για τη θεραπεία. Οι ασθενείς θα πρέπει να κάνουν ερωτήσεις και να αναφέρουν τις ανησυχίες τους. Κάθε ασθενής αντιδρά διαφορετικά στη θεραπεία. Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι καμία θεραπεία δε δρα άμεσα. Ως εκ τούτου είναι πραγματικά σημαντικό να επιμείνει κανείς στη θεραπεία τουλάχιστον για 6 με 8 εβδομάδες προκειμένου να διαπιστώσει αν έχει αποτέλεσμα. Εάν σε αυτό το χρονικό διάστημα δεν υπάρχει βελτίωση, το θεραπευτικό πλάνο μπορεί να τροποποιηθεί. Είναι σημαντικό να έχει κανείς υπομονή γιατί η σωστή θεραπεία μπορεί να βρεθεί με διαδικασία δοκιμής-λάθους.

Εάν η θεραπεία περιλαμβάνει φάρμακα, θα πρέπει να είναι σαφές πόσο συχνά και με ποιο τρόπο θα παρακολουθείται η δόση των φαρμάκων. Άσχετα από το φάρμακο που χορηγείται, ο ιατρός θα πρέπει να ξεκινήσει με χαμηλή δόση και σταδιακά να αυξήσει φθάνοντας στην μέγιστη δόση. Κάθε φάρμακο έχει παρενέργειες αλλά συνήθως αυτές μειώνονται με την πάροδο του χρόνου ή γίνονται ανεκτές. Εάν οι παρενέργειες δημιουργούν πρόβλημα, ο ιατρός μπορεί να συστήσει διακοπή των φαρμάκων και αναμονή μιας εβδομάδας περίπου πριν από την χορήγηση άλλου φαρμάκου. Προς το τέλος της θεραπείας ο ιατρός πάλι μειώνει σταδιακά τη δόση.


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...