ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΓΧΩΔΕΙΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ



Τι σχέση έχει το άγχος με την κατάθλιψη;

Η κατάθλιψη είναι μια ξεχωριστή, διαφορετική νοσολογική οντότητα από τις αγχώδεις διαταραχές, που εκφράζεται με ψυχικά συμπτώματα (υπερβολική θλίψη και στενοχώρια, αδυναμία να αντλήσει κανείς χαρά από δραστηριότητες που τον ευχαριστούσαν στο παρελθόν, ιδέες ενοχής, αυτομομφής, αναξιότητας κλπ.) και από την σωματική σφαίρα (διαταραχές του ύπνου, της όρεξης και της σεξουαλικής διάθεσης, αδυναμία, καταβολή δυνάμεων, εύκολη κόπωση κλπ.).
Πολλές φορές, στους ασθενείς με αγχώδεις διαταραχές το παθολογικό άγχος που τους κατακλύζει τους εξουθενώνει τόσο πολύ, ώστε δευτερογενώς και ως απόρροια της εξαντλητικής φύσης του άγχους να εμφανιστεί κατάθλιψη. Η "συννόσηση" η συνύπαρξη δηλαδή αγχώδους διαταραχής και καταθλίψεως - είναι αρκετά συχνή.
Στο 50% των ατόμων με Διαταραχή πανικού, στο 60% των ατόμων με Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και σε αρκετά υψηλό ποσοστό των πασχόντων από Γενικευμένη Αγχώδη Διαταραχή, θα εμφανιστεί καταθλιπτικό επεισόδιο.

Κινδυνεύω να πεθάνω ή να τρελαθώ από τις κρίσεις πανικού; 

Σίγουρα και κατηγορηματικά όχι. Αυτό θα γίνει σαφέστερο όταν κατανοήσουμε πως πυροδοτούνται οι κρίσεις πανικού.
Σύμφωνα με την Γνωσιακή - Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία - που αποτελεί τη θεραπεία πρώτης επιλογής για την Διαταραχή Πανικού - οι κρίσεις Πανικού πυροδοτούνται όταν το άτομο ερμηνεύοντας αυθαίρετα, λανθασμένα και καταστροφικά τα αθώα σωματικά ενοχλήματα με τα οποία εκφράζεται συνήθως το άγχος (ταχυκαρδίες, εφιδρώσεις, ζάλη, αστάθεια κ.λ.π.), εκτιμά ότι κινδυνεύει άμεσα να πεθάνει, να τρελαθεί ή να γίνει ρεζίλι.
Με άλλα λόγια, όχι μόνο δεν κινδυνεύει να πεθάνει ή να τρελαθεί κάποιος από τις κρίσεις πανικού, αλλά αυτές οι καταστροφικές και αυθαίρετες σκέψεις του είναι που προκαλούν τις κρίσεις.


Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στις αγχώδεις διαταραχές είναι επικίνδυνα και προκαλούν εξάρτηση;

Στην Ελλάδα είμαστε επιρρεπείς στα άκρα και τις υπερβολές. Έτσι η στάση του μέσου απληροφόρητου πολίτη ταλαντεύεται συνήθως ανάμεσα στην δαιμονοποίηση των λεγόμενων «ψυχοφαρμάκων», λέξη βεβαρημένη με πολλές παρανοήσεις και απαρχαιομένες προκαταλήψεις, και την αλόγιστη πολυφαρμακία. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην ψυχιατρική και στις αγχώδεις διαταραχές ειδικότερα, είναι απλώς χρήσιμα εργαλεία στα χέρια του ειδικού για να επαναφέρει την ψυχική υγεία του ασθενούς. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Ειδικότερα:
Αγχολυτικά
Οι βενζοδιαζεπίνες είναι τα ευρύτερα χρησιμοποιούμενα αγχολυτικά φάρμακα από γιατρούς όλων των ειδικοτήτων. Οι ψυχίατροι τα χρησιμοποιούν για να μειώσουν το άγχος που συνοδεύει πολλές ψυχικές διαταραχές όπως π.χ. τις αγχώδεις διαταραχές, τις καταθλίψεις ,τις ψυχώσεις κ.λ.π. Ωστόσο συχνά τις χρησιμοποιούν και γιατροί άλλων ειδικοτήτων (κυρίως παθολόγοι), αφού η μείωση του άγχους επηρεάζει θετικά τα συμπτώματα πολλών ασθενειών. Τα αγχολυτικά δρουν κυρίως στον εγκέφαλο και οι παρενέργειες τους, στις σπάνιες περιπτώσεις που προκύπτουν, είναι πολύ λιγότερες και ελαφρύτερες απ’ ότι άλλων φαρμάκων που χρησιμοποιούνται κατά κόρον στην γενική ιατρική.
Ο μόνος κίνδυνος που υπάρχει από την χρήση των αγχολυτικών είναι η κατάχρηση ( σε δοσολογία και διάρκεια) που μπορεί να επιφέρει εθισμό και εξάρτηση από αυτά. Ο κίνδυνος αυτός προκύπτει μόνο όταν οι ασθενείς συνεχίζουν να τα χρησιμοποιούν με δική τους πρωτοβουλία, χωρίς ειδική παρακολούθηση. Ο ψυχίατρος μπορεί να αποφύγει αυτό τον κίνδυνο διότι γνωρίζει τόσο τον κατάλληλο τρόπο χορήγησης όσο και τον ενδεδειγμένο τρόπο διακοπής τους. Σημαντικό είναι να γνωρίζουμε ότι, όταν τα συμπτώματα του άγχους έχουν παρέλθει, η μείωση της δόσης των αγχολυτικών πρέπει να γίνεται σταδιακά και ποτέ απότομα. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η διακοπή του φαρμάκου, χωρίς να ακολουθήσουν συμπτώματα στέρησης.
Αντικαταθλιπτικά 
Τα αντικαταθλιπτικά, χρησιμοποιούνται για την θεραπεία της κατάθλιψης αλλά έχουν θεραπευτικές ενδείξεις και σε πολλές αγχώδεις διαταραχές : Γενικευμένη Αγχώδη Διαταραχή, Φοβίες, Κρίση Πανικού με ή χωρίς Αγοραφοβία, Ιδεοψυχαναγκαταστική Διαταραχή κ.λ.π. Τα αντικαταθλιπτικά νέας γενιάς είναι πρακτικά ακίνδυνα εμφανίζοντας ελάχιστες, έως ανύπαρκτες παρενέργειες.
Τα αντικαταθλιπτικά δεν συνηθίζονται από τον οργανισμό όπως τα αγχολυτικά και επομένως η ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι είναι δυνατόν κάποιος να εξαρτηθεί από αυτά είναι παντελώς λανθασμένη.
Στις περιπτώσεις που τα αντικαταθλιπτικά χορηγούνται σωστά, κυριολεκτικά αλλάζουν την ζωή των ασθενών, επαναφέροντας την χαμένη ενεργητικότητα και το κέφι για ζωή, ενώ «σώζουν ζωές» των ατόμων με τάσεις αυτοκτονίας.
Ωστόσο θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τα συγκεκριμένα φάρμακα χορηγούνται μόνο σε περίπτωση ψυχικής πάθησης και όχι «γενικώς για να μας φτιάξουν τη διάθεση». Ο χαρακτηρισμός «χάπια της ευτυχίας», που παραπέμπει συνειρμικά σε παράνομες ουσίες, είναι πέρα, για πέρα παραπλανητικός. Τα αντικαταθλιπτικά δεν χαρίζουν την ευτυχία στους μη ασθενείς, ούτε βοηθούν τα άτομα να αποδράσουν από την πραγματικότητά τους!! Αποτελούν όμως ένα πολύτιμο βοήθημα ( κάτω από ειδική παρακολούθηση) για να ξαναβρούν οι πάσχοντες τον εαυτό τους και να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωή τους....
Υπναγωγά 
Χορηγούνται στις περιπτώσεις αϋπνίας. Τα συγκεκριμένα φάρμακα πρέπει να χορηγούνται με προσοχή και για μικρό χρονικό διάστημα, αφού τα περισσότερα από αυτά είναι δυνατόν να προκαλέσουν εθισμό και εξάρτηση.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι η αϋπνία συνήθως δεν αποτελεί αυτόνομη νόσο αλλά σύμπτωμα κάποιας ευρύτερης ψυχικής διαταραχής όπως άγχους, κατάθλιψης κ.ά. Συνεπώς όταν έχουμε αϋπνία πρέπει να απευθυνόμαστε στον ψυχίατρο προκειμένου να αντιμετωπίσουμε το αίτιο της αϋπνίας και όχι να κάνουμε ανεξέλεγκτη χρήση υπναγωγών που πιθανότατα θα επιδεινώσουν το γενικότερο πρόβλημα

Για πόσο καιρό πρέπει να πέρνω τα φάρμακα;

Η αγωγή πρέπει να συνεχίζεται και μετά την αποδρομή των συμπτωμάτων για την αποφυγή υποτροπών. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να ακολουθούνται οι οδηγίες του θεράποντα ψυχιάτρου.


Φοβάμαι ότι με τα φάρμακα δεν θα είμαι ο εαυτός μου 

Αντίθετα, η ψυχική διαταραχή αλλοιώνει τον χαρακτήρα του ανθρώπου που βλέπει να μειώνονται , προσορινά , πολλές από τις ικανότητές του : συγκέντωση, μνήμη, ενεργητικότητα, αποφασιστικότητα, ενδιαφέρον, αποτελεσματικότητα και κοινωνικές δεξιότητες. Τα φάρμακα επιστρέφουν την προτέρα φυσιολογική κατάσταση και δεν κάνουν τον άνθρωπο εξυπνότερο, καλύτερο ή στη χειρότερη υπόθεση αναίσθητο και απαθή..


Θέλω να το παλέψω πρώτα μόνος μου. Αν καταφύγω αμέσως στα φάρμακα θα με χαρακτηρίσουν δειλό, αδύναμο και θα χάσω την αυτοεκτίμησή μου. Άλλωστε είναι γνωστή η κακή φήμη των ψυχοφαρμάκων και δε θέλω να στιγματιστώ... Κάνω καλά;

Οχι! Μια αγχώδης διαταραχή είναι μια νόσος όπως μια ίωση, μια γαστρίτιδα ή ένα κάταγμα. Η φαρμακευτική αγωγή βοηθάει στη γρήγορη και αποτελεσματική αντιμετώπιση των επώδυνων συμπτωμάτων, ενώ δίνει τη δυνατότητα στη συνέχεια να διερευνηθούν καλύτερα και να επιλυθούν ψυχοθεραπευτικά τα ψυχολογικά αίτια. Ο διφορούμενος όρος «ψυχή» και καί κατ’επέκταση «ψυχιατρική» δίνει τροφή σε πολλές παρερμηνείες και συγχίσεις. Συχνά μπερδεύουμε τις λειτουργίες του κεντρικού νευρικού συστήματος με την μεταφυσική έννοια της ψυχής, που εξετάζεται από τη θρησκεία και τη φιλοσοφία. Πολλές από της επιθέσεις κατά της ψυχιατρικής επιστήμης προέρχονται από δυσειδαιμονίες, άγνοια και ανταγωνιστικά συμφέροντα πολλών «εναλλακτικών» και αυτόκλητων θεραπευτών ... Για τις νευροεπιστήμες η σκέψη, οι αισθήσεις, η μνήμη, η κινητικότητα και η συμπεριφορά έχουν ένα υλικό βιολογικό υπόστρωμα και ως εκ τούτου μπορούν να θεραπευτούν οι διαταραχές τους με υλικούς (βιοχημικούς) τρόπους. Η ίδια η ψυχοθεραπεία, όπως έχει αποδειχθεί, προκαλεί θετικές χημικές μεταβολές στον εγκέφαλο.
Όπως κάθε νόσος, η ψυχική διαταραχή δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ επιτυχημένων, μορφωμένων, ηθικών ή «αδυνάμων», «απείθαρχων» και «αμαρτωλών». Η έλλειψη σωστής πληροφόρησης και κατανόησης από το περιβάλλον του ασθενούς δημιουργεί μεγαλύτερο πόνο και επιβλαβείς ενοχές.



 Να ζητήσω βοήθεια από ψυχολόγο, από ψυχίατρο ή από ψυχοθεραπευτή;



Ο ψυχίατρος είναι πρώτα ιατρός και στη συνέχεια εξειδικευμένος στη μελέτη και θεραπεία (κυρίως βιολογική) των ψυχικών διαταραχών. Ως εκ τούτου είναι σε θέση να διακρίνει καταρχάς μια ψυχική από μια σωματική πάθηση με ψυχιατρικά συμπτώματα (όχι σπάνιο).
Συνήθως λέγεται ότι ο ψυχίατρος είναι για τα «σοβαρά» περιστατικά, ενώ ο ψυχολόγος για τα «ελαφριά». Η παρατήρηση αυτή περιέχει μία δόση αληθείας, αφού στα «σοβαρά» περιστατικά είναι απαραίτητη η φαρμακοθεραπεία, αλλά δεν περιγράφει όλη την αλήθεια… Συχνά κάποιος καταφεύγει στον ψυχολόγο επειδή λόγω προκαταλήψεων και φόβο στιγματισμού αρνείται να παραδεχθεί ότι πάσχει από κάποια σοβαρή ψυχική διαταραχή. Ο ψυχολόγος οφείλει να παραπέμπει οποιοδήποτε σοβαρό περιστατικό, σε ψυχίατρο, ενώ η συνεργασία τους σε θέματα θεραπείας είναι αναγκαία.
Από την άλλη ο ψυχίατρος, ειδικά άν έχει ψυχοθεραπευτική εξειδίκευση, μπορεί να αντιμετωπίσει επιτυχώς ένα μεγάλο φάσμα «ελαφριών» καταστάσεων όπως ενδοψυχικές συγκρούσεις, προβλήματα σχέσων, δυσκολίες προσαρμογής κ.λ.π. που δεν απαιτούν φαρμακευτική αγωγή.


O ψυχολόγος δεν είναι γιατρός και έτσι δεν έχει το δικαίωμα να συνταγογραφήσει φάρμακα, στην περίπτωση που το πρόβλημα σας, το απαιτεί. Επειδή πολλοί με αμφίβολες σπουδές δηλώνουν «ψυχολόγοι» πρέπει να κατέχει πανεπιστημιακό πτυχείο ψυχολογίας και άδεια άσκησης επαγγέλματος ψυχολόγου. H εκπαίδευση του ψυχολόγου περιλαμβάνει πολυάριθμες θεωρίες που αφορούν τις ψυχικές λειτουργίες και την ανθρώπινη συμπεριφορά. O ψυχολόγος λοιπόν μπορεί να προσανατολιστεί κατ' επιλογήν προς το ένα ή το άλλο από αυτά τα θεωρητικά ρεύματα και έτσι υπάρχουν πολλές κατηγορίες ψυχολόγων. Μπορεί να προσφύγει στις ψυχολογικές δοκιμές για να αξιολογήσει τις νοητικές ικανότητες, τις επαγγελματικές ικανότητες ή τις διαφορετικές πλευρές της προσωπικότητας του πελάτη του. Οι ψυχολόγοι για να εργαστούν θεραπευτικά πρέπει να έχουν ειδική μεταπτυχιακή εκπαίδευση , σε κάποια σχολή ψυχοθεραπείας : ψυχοδυναμική, γνωσιακή – συμπεριφορική, συστημική, ομαδική ψυχοθεραπεία, κ.α.


Ο ψυχοθεραπευτής είναι αυτός που θεραπεύει με ψυχολογικές μεθόδους. Ο κύριος θεραπευτικός παράγοντας είναι η σχέση που εγκαθίσταται μεταξύ ψυχοθεραπευτού και ασθενούς με σκοπό την προσπέλαση των συνειδητών η ασυνείδητων συγκρούσεων, που οδηγούν σε παθολογικά συμπτώματα και συμπεριφορά. Η άσκηση της ψυχοθεραπείας στη χώρα μας δεν είναι νομικά κατοχυρωμένη. Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό κριτήριο ο ψυχοθεραπευτής που θα σας αναλάβει να να είναι ψυχίατρος ή ψυχολόγος που έχουν λάβει ειδική εκπαίδευση σε μια ή περισσότερες αναγνωρισμένες ψυχοθεραπευτικές κατευθύνσεις.


Ποιά είναι η διαφορά μεταξύ ψυχαναλυτή και ψυχοθεραπευτή;

Υπάρχουν όπως είπαμε πολλών ειδών ψυχοθεραπείες. Ο ψυχαναλυτής είναι ο ψυχοθεραπευτής που χρησιμοποιεί τη θεωρία και τις τεχνικές της κλασικής φρουδικής ψυχανάλυσης ( ή άλλες νεο-φρουδικές προσεγγίσεις). Ο ψυχαναλυτής πρέπει να έχει περάσει από το στάδιο προσωπικής ψυχανάλυσης. Για τις άλλες κατευθύνσεις κάτι ανάλογο δεν επιβάλλεται, αλλά είναι χρησιμότατο ο θεραπευτής να έχει δουλέψει πάνω στον εαυτό του.


Τι είναι αποτελεσματικότερο: Η φαρμακοθεραπεία ή η ψυχοθεραπεία;

Όταν τα συμπτώματα είναι έντονα και παρεμποδίζουν την φυσιολογική λειτουργικότητα του ατόμου τα φάρμακα είναι απαραίτητα. Η αντιμετώπιση όμως των συμπτωμάτων, ως αποτέλεσμα της φαρμακολογικής αγωγής, δε σημαίνει και εξάλειψη των αιτιών της διαταραχής. Μόνο ο εντοπισμός και η διόρθωση των δυσλειτουργικων μηχανισμών που παράγουν την αγχώδη διαταραχή μπορεί να θεραπεύσει ριζικά. Ο συνδιασμός φαρμακοθεραπείας και ψυχοθεραπείας έχει καλύτερα και μονιμότερα αποτελέσματα. Στις πιο ελαφριές περιπτώσεις μπορεί να ακολουθηθεί αποκλειστικά ειδική ψυχοθεραπεία.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...